τρέμω


τρέμω
Προφορά

Ετυμολογία
τρέμω αρχαία ελληνική τρέμω

Ερμηνεία
ρήμα τρέμω

✦ ταράζομαι από μικρές αλλεπάλληλες κινήσεις ή συσπάσεις: η γη τρέμει – φρ. τρέμει σαν το ψάρι
✦ κυριεύομαι ή κατέχομαι από τρόμο, φοβούμαι: τρέμω, μόνο που το σκέφτομαι κάτι τέτοιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.