τρέλα
Προφορά
Ετυμολογία
τρέλα τρελαίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τρέλα
✦ παραφροσύνη, φρενοβλάβεια
✦ ανόητη πράξη
✦ παρεκτροπή
✦ πρόσωπο ή πράγμα που προκαλεί το θαυμασμό: φορούσε ένα φουστανάκι τρέλα
✦ πληθ. τρέλες, απερίσκεπτες πράξεις, ή θορυβώδη παιχνίδια, αταξίες
Συνώνυμα
αστοχασιά, παλαβιά ,θαύμα, μεγαλείο, μούρλια
Αντίθετα
φρονιμάδα
Επιρρήματα
–