τράχωμα


τράχωμα
Προφορά

Ετυμολογία
τράχωμα μεσαιωνική ελληνική τραχώνω (= προικίζω με τραχύ, δηλ. ασημένιο νόμισμα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τράχωμα

✦ η προίκα που δίνεται σε μετρητά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.