τράχηλος


τράχηλος
Προφορά

Ετυμολογία
τράχηλος αρχαία ελληνική τράχηλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τράχηλος

✦ ο λαιμός με τον αυχένα
✦ ο αυχένας, ο σβέρκος: κόμη από φλούδι καστανιάς στο μάκρος του απαλού τραχήλου (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
✦ (ανατομ.) το στενό μέρος διαφόρων σπλάχνων ή οστών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.