τουρνικέ


τουρνικέ
Προφορά

Ετυμολογία
τουρνικέ └γαλλ┘ tourniquet

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τουρνικέ

✦ συσκευή που τίθεται σε περιστροφική κίνηση από δύναμη αντιδράσεως: υδραυλικό τουρνικέ – ηλεκτρικό τουρνικέ
✦ (τραυματ.) αιμοστατική περίδεση, ψηλότερα από το σημείο αιμορραγούντος τραύματος, για το σταμάτημα της αιμορραγίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.