τοποθέτηση
Προφορά
Ετυμολογία
τοποθέτηση τοποθετώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τοποθέτηση
✦ απόθεση πράγματος σ’ έναν τόπο, σε μια θέση
✦ διορισμός προσώπου σε θέση, σε υπηρεσία
✦ κερδοφόρα διάθεση χρημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–