τοπικιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
τοπικιστικός τοπικιστής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τοπικιστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον τοπικισμό, ο χαρακτηριστικός του τοπικιστή: τοπικιστική νοοτροπία – αντίληψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τοπικιστικά (Κ τοπικιστικώς)