τζιτζιφιόγκος


τζιτζιφιόγκος
Προφορά

Ετυμολογία
τζιτζιφιόγκος – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζιτζιφιόγκος

✦ δανδής, λιμοκοντόρος, κομψευόμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.