τζιριτζάντζουλα


τζιριτζάντζουλα
Προφορά

Ετυμολογία
τζιριτζάντζουλα └ιταλ┘gironzolare (= περιστρέφομαι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τζιριτζάντζουλα

✦ περιστροφή, ελιγμός
✦ πληθ. τζιριτζάντζουλες, κόλπα, καμώματα, νάζια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.