τζιγέρι
Προφορά
Ετυμολογία
τζιγέρι └τουρκ┘ciger
Ερμηνεία
τζιγέρι
✦ το συκώτι
✦ πληθ. τζιέρια, σπλάχνα, εντόσθια
✦ φρ. του ‘φαγε τα τζιέρια, τον καταβασάνισε
✦ επιφων. φρ. τζιέρι μου, αγάπη μου, καρδιά μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–