τζερτζελές


τζερτζελές
Προφορά

Ετυμολογία
τζερτζελές └τουρκ┘zelzele (= σεισμός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζερτζελές

✦ αναστάτωση, ιδ. ευχάριστη, αναταραχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.