τζερεμές


τζερεμές
Προφορά

Ετυμολογία
τζερεμές └τουρκ┘cereme (= πρόστιμο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζερεμές

✦ άδικη ζημιά
✦ άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.