τζίφος


τζίφος
Προφορά

Ετυμολογία
τζίφος ίσως αρχαία ελληνική ψῆφος (που πήρε τη σημασία «μηδέν»)• κατ’ άλλους └αραβ┘ zife

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζίφος

✦ άγονη προσπάθεια, αποτυχία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.