τζίτζικας
Προφορά
Ετυμολογία
τζίτζικας μεσαιωνική ελληνική τζίτζικας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τζίτζικας
✦ έντομο ημίπτερο τρεφόμενο από το χυμό των δέντρων, με ηχητικά όργανα που παράγουν χαρακτηριστικό τερετισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–