τζίρος


τζίρος
Προφορά

Ετυμολογία
τζίρος └ιταλ┘giro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζίρος

✦ το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών σε ορισμένη χρονική περίοδο: ο τζίρος της εβδομάδας – του μήνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.