τζίντζερ


τζίντζερ
Προφορά

Ετυμολογία
τζίντζερ └αγγλ┘ginger

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τζίντζερ

✦ είδος πολυετούς ποώδους φυτού, ιθαγενούς της νοτιοανατολικής Ασίας, του οποίου η ρίζα χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη φαρμακευτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.