τζίβα


τζίβα
Προφορά

Ετυμολογία
τζίβα άγν. ετυμολ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τζίβα

✦ ινώδες χόρτο, χρήσιμο για να γεμίζονται στρώματα, μαξιλάρια κτλ.
✦ σκοινί απ’ αυτό το χόρτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.