τζέντλεμαν


τζέντλεμαν
Προφορά

Ετυμολογία
τζέντλεμαν └αγγλ┘gentleman

Ερμηνεία
τζέντλεμαν

✦ άκλ. ουσ. ο καταγόμενος από ευγενείς
✦ που έχει λεπτούς τρόπους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.