τετραχισμός
Προφορά
Ετυμολογία
τετραχισμός αρχαία ελληνική ρ. τετραχίζω (= διαιρώ σε τέσσερα μέρη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τετραχισμός
✦ θανατική ποινή που επιβαλλόταν στη Γαλλία, κατά την εποχή της μοναρχίας, σ’ όσους επιχειρούσαν να δολοφονήσουν τον βασιλιά, και συνίστατο στην πρόσδεση των τεσσάρων άκρων των καταδίκων σε τέσσερα άλογα, τα οποία μαστιγούμενα διαμέλιζαν τον κατάδικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–