τετράωρος


τετράωρος
Προφορά

Ετυμολογία
τετράωρος τετρα- + ώρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ τετράωρος -η, -ο

✦ που διαρκεί τέσσερις ώρες
✦ το ουδ. τετράωρο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.