τετράχειρος
Προφορά
Ετυμολογία
τετράχειρος μεταγενέστερη ελληνική τετράχειρ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τετράχειρος -η, -ο
✦ που έχει τέσσερα χέρια
✦ πληθ. ουδ. τετράχειρα ως ουσ., οι πίθηκοι, επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα σαν χέρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–