ταραχή
Προφορά
Ετυμολογία
ταραχή αρχαία ελληνική ταραχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταραχή
✦ ανατάραξη, ανακάτωμα
✦ (μτφ. ) ανατροπή της ηρεμίας, της ομαλότητας, αταξία, σύγχυση
✦ (μτφ. ) σωματική ή ψυχική ανησυχία, συγκλονισμός, συγκίνηση: η γαλήνη σας γίνεται ταραχή (Γ. Σεφέρης)
✦ πληθ. ταραχές, διατάραξη της έννομης τάξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–