ταξιδιάρικος


ταξιδιάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
ταξιδιάρικος ταξιδιάρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταξιδιάρικος -η, -ο

✦ αποδημητικός, μεταναστευτικός: για ταξιδιάρικα έλεγε πουλιά, που φεύγουν το φθινόπωρο και πάνε (Κ. Χατζόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.