ταξιδεύτρια


ταξιδεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
ταξιδεύτρια ταξιδεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταξιδεύτρια

✦ θηλ. ταξιδεύτρα κ. ταξιδεύτρια που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης
✦ ταξιδιώτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.