ταξίδι


ταξίδι
Προφορά

Ετυμολογία
ταξίδι μεσαιωνική ελληνική ταξίδι(ο)ν (= εκστρατεία), υποκοριστικό του τάξις• η σημερινή σημ. διαμορφώθηκε στη μεσαιωνική ελληνική στρατιωτική γλώσσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ταξίδι

✦ μετάβαση σε τόπο μακρινό και ιδ. με συγκοινωνιακό μέσο: σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. φρ.) αγύριστο ταξίδι, ο θάνατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.