ταξίαρχος
Προφορά
Ετυμολογία
ταξίαρχος αρχαία ελληνική ταξίαρχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ταξίαρχος
✦ στρατιωτικός βαθμός ανώτατου αξιωματικού, ανώτερος από τον συνταγματάρχη και κατώτερος από τον υποστράτηγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–