τανύζω
Προφορά
Ετυμολογία
τανύζω αρχαία ελληνική τανύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τανύζω
✦ τεντώνω: τανύζουν το λαιμό τους (Π. Πρεβελάκης) – τάνυσα το λιανό κορμί μου (Κ. Βάρναλης)
✦ (μέσ.) τανύομαι κ. τανυούμαι κ. τανυέμαι, τεντώνομαι, ανακλαδίζομαι: νιώθω μια γλυκιά ξαλάφρωση και όρεξη να τανυέμαι (Κ. Βάρναλης)
✦ σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή τον τοκετό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–