τανάλια


τανάλια
Προφορά

Ετυμολογία
τανάλια └ιταλ┘tanaglia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τανάλια

✦ εργαλείο που αποτελείται από δύο μεταλλικούς βραχίονες που απολήγουν σε δαγκάνες, και χρησιμοποιείται για την εξαγωγή καρφιών, την κοπή μεταλλικών αντικειμένων κτλ.
✦ είδος λαβίδας που χρησιμοποιεί ο οδοντίατρος για την εξαγωγή δοντιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.