ταμπόν


ταμπόν
Προφορά

Ετυμολογία
ταμπόν └γαλλ┘ tampon

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ταμπόν

✦ πώμα, βούλωμα, τάπα
✦ θήκη με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη για τις σφραγίδες |(ιατρ.) γάζα ή μπαμπάκι για την έμφραξη φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.