ταμπούρλο


ταμπούρλο
Προφορά

Ετυμολογία
ταμπούρλο └ιταλ┘tamburlo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ταμπούρλο

✦ κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από ξύλινο κύλινδρο του οποίου οι παράλληλες βάσεις φέρουν δέρμα τεντωμένο που κρούονται με δύο ξύλινες μπαγκέτες
✦ μικρό τύμπανο: βροντούν ταμπούρλα με βοή (Γ. Σουρής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.