ταμπάσκο
Προφορά
Ετυμολογία
ταμπάσκο └αγγλ┘Tabasco (= όν. ποταμού και πολιτείας του Μεξικού), εμπορική επωνυμία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ταμπάσκο
✦ είδος καυτερής σάλτσας που παρασκευάζεται από καυτερή πιπεριά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–