ταμιευτικός


ταμιευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ταμιευτικός μεταγενέστερη ελληνική ταμιευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταμιευτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός ή χρήσιμος για ταμίευση, αποταμιευτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ταμιευτικά (Κ ταμιευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.