ταμιευτήρας


ταμιευτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ταμιευτήρας ταμιεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταμιευτήρας

✦ δεξαμενή στην οποία συγκεντρώνεται νερό για την τροφοδότηση υδροηλεκτρικών, υδρευτικών και αρδευτικών δικτύων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.