ταγματασφαλίτης
Προφορά
Ετυμολογία
ταγματασφαλίτης τάγματα ασφαλείας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ταγματασφαλίτης
✦ πρόσωπο που υπηρέτησε στα λεγόμενα «τάγματα ασφαλείας» κατά τη γερμανική κατοχή του 1941-1944
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–