ταγάρι


ταγάρι
Προφορά

Ετυμολογία
ταγάρι μεσαιωνική ελληνική ταγάριον, υποκοριστικό του ταγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ταγάρι

✦ σάκος από χοντρό μάλλινο ύφασμα, πολύχρωμο συνήθως, που κρεμούν οι χωρικοί στον ώμο τους, όταν οδοιπορούν: κρέμουνται στους ώμους τους ταξιδιώτικα ταγάρια (Κ. Παλαμάς)
✦ φρ. μου γίνεται ταγάρι, μου φορτώνεται
✦ τάγιστρο: ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα
ντορβάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.