ταΐνι


ταΐνι
Προφορά

Ετυμολογία
ταΐνι └τουρκ┘ta’yin

Ερμηνεία
ταΐνι

✦ τροφή για τα ζώα, ταγή
✦ (κατ’ επέκτ. για πρόσ.) σιτηρέσιο, συσσίτιο· (γεν.) τροφή: θα κόψω το μισό ταΐνι των ανθρώπων. Έτσι δε θα παχαίνετε του κάκου (Κ. Βάρναλης) – σε λίγο δε θα ‘χουμε τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να κοιτάζουμε πώς να βρούμε το ταΐνι μας (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.