ταΐζω


ταΐζω
Προφορά

Ετυμολογία
ταΐζω μεσαιωνική ελληνική ταγίζω

Ερμηνεία
ρήμα ταΐζω

✦ δίνω τροφή, τρέφω
✦ βοηθώ κάποιον (γέροντα, μωρό, άρρωστο) να φάει
(μτφ. ) δωροδοκώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.