τάξη


τάξη
Προφορά

Ετυμολογία
τάξη αρχαία ελληνική τάξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τάξη

✦ κανονική σειρά
✦ τακτοποίηση, διευθέτηση
✦ φρ. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, συγυρίζω
✦ η τήρηση των νόμων και των διατάξεων
✦ ομαλή κατάσταση που προκύπτει από την τήρηση των νόμων και των διατάξεων, ευταξία
✦ ευπρέπεια, κοσμιότητα
✦ τρόπος σχηματικής διάταξης στρατιωτικών ή ναυτικών δυνάμεων
✦ ομάδα όντων ή πραγμάτων με κοινά γνωρίσματα
✦ σύνολο ατόμων που ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο
✦ ιεραρχική διαβάθμιση
✦ κύκλος σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό έτος
✦ οι μαθητές που ανήκουν στον ίδιο κύκλο σπουδών
✦ αίθουσα διδασκαλίας
✦ φρ. πρώτης τάξεως, σπουδαίος, εξαιρετικός: πρώτης τάξεως παιδί – πρώτης τάξεως ευκαιρία

Συνώνυμα

Αντίθετα
αταξία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.