τάνγκα


τάνγκα
Προφορά

Ετυμολογία
τάνγκα πορτογαλ. tanga

Ερμηνεία
τάνγκα

✦ άκλ. τριγωνικό κομμάτι υφάσματος, που φοριέται από τους ιθαγενείς της τροπικής Αμερικής, δεμένο γύρω από τη μέση για κάλυψη της κοιλιάς και των γεννητικών οργάνων
✦ μικρό μπικίνι ή εσώρουχο από τριγωνικά κομμάτια υφάσματος συνδεδεμένα με λεπτές λωρίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.