τάβλα
Προφορά
Ετυμολογία
τάβλα μεσαιωνική ελληνική τάβλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τάβλα
✦ σανίδα με αρκετό πάχος
✦ χαμηλό τραπέζι, σοφράς: στρώνει την τάβλα να γευτούν (δημ. τραγ.)
✦ φρ. έγινε τάβλα, μέθυσε
Συνώνυμα
φρ. έγινε σκνίπα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–