σώος


σώος
Προφορά

Ετυμολογία
σώος αρχαία ελληνική σῶος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σώος -α, -ο

✦ ακέραιος, αβλαβής, που δεν έπαθε τίποτα: βγήκε σώος από τη δοκιμασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.