σώμα
Προφορά
Ετυμολογία
σώμα αρχαία ελληνική σῶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σώμα
✦ κάθε υλικό αντικείμενο
✦ το σύνολο των οργάνων ζωντανού οργανισμού, κορμί
✦ το κύριο μέρος αντικειμένου χωρίς τα προσαρτήματά του
✦ ομοιογενής μάζα
✦ σύνολο προσώπων που ανήκουν σε τάξη, οργάνωση ή επάγγελμα
✦ αντίτυπο βιβλίου
✦ (στρατ.) στρατιωτικό τμήμα με ενιαία διοίκηση
✦ καθένα από τα τεχνικά ιδ. όπλα του στρατεύματος: το σώμα του μηχανικού
✦ σώμα στρατού, η ανώτερη μεγάλη μονάδα του στρατού ξηράς
✦ σώμα του εγκλήματος, πειστήρια εγκλήματος
✦ φρ. ψυχή τε και σώματι, ολόψυχα, ανεπιφύλακτα – εν σώματι, όλοι μαζί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–