σύψυχος


σύψυχος
Προφορά

Ετυμολογία
σύψυχος μεσαιωνική ελληνική σύψυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σύψυχος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος σε όλες τις ψυχές, σε όλους τους ανθρώπους ενός χώρου, τόπου, πλοίου κτλ.: το καράβι χάθηκε σύψυχο – να συναχτείτε σύψυχο το χωριό… παιδιά και γέροι, γυναίκες κι άντρες (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ ολόψυχος, με όλη του την ψυχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σύψυχα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.