σύντομος
Προφορά
Ετυμολογία
σύντομος αρχαία ελληνική σύντομος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύντομος -η, -ο
✦ που έχει μικρή απόσταση ή διάρκεια, βραχύς: στη σύντομη ζωή του, πολλά κατόρθωσε
✦ που διατυπώνεται με λίγες λέξεις, λακωνικός, συνοπτικός: σύντομη έκθεση – αγόρευση
✦ (για πρόσ.) που εκφράζεται με λίγα λόγια: να είστε σύντομος, παρακαλώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σύντομα (Κ συντόμως), σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα:σύντομα ο ανασχηματισμός της κυβερνήσεως