σύντηξη
Προφορά
Ετυμολογία
σύντηξη αρχαία ελληνική σύντηξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σύντηξη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του συντήκω
✦ (φυσ.) σειρά πυρηνικών αντιδράσεων κατά τις οποίες πυρήνες ατόμων ελαφρών χημικών στοιχείων ενώνονται και σχηματίζουν πυρήνες βαρύτερων στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–