σύνταξη
Προφορά
Ετυμολογία
σύνταξη αρχαία ελληνική σύνταξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σύνταξη
✦ διάταξη, συγκρότηση, τακτοποίηση
✦ συγγραφή οποιουδήποτε γραπτού κειμένου
✦ το προσωπικό το ασχολούμενο με τη συγγραφή της ύλης εφημερίδας, περιοδικού, πολύτομου έργου κτλ.
✦ (γραμμ.) η σωστή πλοκή των λέξεων στον προφορικό ή γραπτό λόγο
✦ μηνιαία χορηγία καταβαλλόμενη ισόβια σε υπάλληλο που αποχώρησε νόμιμα από την υπηρεσία του ή, μετά το θάνατό του, στους συγγενείς του
✦ (στρατ.) κανονική και με ορισμένη τάξη συνάθροιση ανδρών στρατιωτικής μονάδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–