σύνταγμα
Προφορά
Ετυμολογία
σύνταγμα αρχαία ελληνική σύνταγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύνταγμα
✦ το σύνολο των θεμελιωδών νόμων του πολιτεύματος, ο καταστατικός χάρτης μιας πολιτείας
✦ (στρατ.) στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, ιλών ή πυροβολαρχιών
✦ (γλωσσολ.) ομάδα από δύο ή περισσότερα διαδοχικά στοιχεία (λέξεις), που συνάπτονται μεταξύ τους για τη δημιουργία φράσεων, προτάσεων (π.χ. στη φρ. η μητέρα φροντίζει το παιδί της, το άρθρο η + ουσ. μητέρα, αποτελεί σύνταγμα, ομοίως η μητέρα + ρ. φροντίζει)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–