σύννεφο
Προφορά
Ετυμολογία
σύννεφο μεταγενέστερη ελληνική σύννεφον, └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. σύννεφος
Ερμηνεία
σύννεφο
✦ σύνολο συμπυκνωμένων υδρατμών στην ατμόσφαιρα, νέφος, νεφέλη
✦ η σώρευση ρυπαντικών ουσιών στην ατμόσφαιρα, νέφος
✦ για σκόνη, καπνό, άμμο κτλ. που αιωρείται στον αέρα
✦ μεγάλος αριθμός πουλιών ή εντόμων που πετούν μαζί στον αέρα: σύννεφο από ακρίδες – κουνούπια
✦ (μτφ. ) απειλητική προειδοποίηση: σύννεφα στις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας
✦ (μτφ. για σχέσεις προσώπων) θλίψη, στενοχώρια: κανένα σύννεφο δεν υπήρχε, μέχρι που ξαφνικά, ήρθε το διαζύγιο (πρβλ. ανέφελος)
✦ φρ. πετάει – ζει στα σύννεφα, δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, αεροβατεί – πέφτω από τα σύννεφα, εκπλήσσομαι – πάει σύννεφο, για να δηλωθεί η υπερβολή: το κέρατο πάει σύννεφο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–