σύνθρονος
Προφορά
Ετυμολογία
σύνθρονος μεταγενέστερη ελληνική σύνθρονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύνθρονος -η, -ο
✦ αυτός που κάθεται στον ίδιο θρόνο με άλλον, που ασκεί μαζί με άλλον τη βασιλική εξουσία: ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α΄, σύνθρονος για ένα διάστημα του Μιχαήλ του Γ΄ (Άγγ. Σικελιανός)
✦ το ουδ. σύνθρονο(ν) ως ουσ., σειρά καθισμάτων για τους κληρικούς στο ιερό βήμα, πίσω από την Αγία Τράπεζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–