σύμφωνος
Προφορά
Ετυμολογία
σύμφωνος αρχαία ελληνική σύμφωνος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύμφωνος -η, -ο
✦ που έχει τον ίδιο ήχο
✦ που έχει την ίδια γνώμη, τις ίδιες αντιλήψεις
✦ συνεπής
✦ ταιριαστός
✦ ουδ. το σύμφωνο(ν) ως ουσ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παράφωνος ,ασύμφωνος
Επιρρήματα
σύμφωνα (Κ συμφώνως)